- λυσιωδός
- λυσιῳδός, ὁ (Α)1. αυτός που υποκρίνεται στο θέατρο γυναικείους ρόλους με ανδρική περιβολή2. αυτός που γράφει ωδές για τέτοιους υποκριτές3. φρ. «λυσιῳδοί αὐλοί» — οι αυλοί που συνοδεύουν τέτοιου είδους ωδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι-* + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. θεσπι-ωδός, τραγ-ωδός].
Dictionary of Greek. 2013.